To Διοικητικό Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση στις 26 Μαΐου, 2020 στην υπόθεση αρ. 307/2015, «Σύνδεσμος Βιοκαλλιεργητών Κύπρου» v «Υπουργείου Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος».
Η υπόθεση αφορά το Ίδρυμα «Αγία Σκέπη», το οποίο σύμφωνα με τον αιτητή διαθέτει άδεια για εκτροφή ορνίθων για παραγωγή αυγών βιολογικής παραγωγής αλλά δεν τηρεί τους κανονισμούς παραγωγής βιολογικών αυγών και διαθέτει παράνομα υποστατικά. Με επιστολή του ημερομηνίας 11.6.2014 προς το τότε Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος και τώρα Υπουργείο Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος, είχε ζητήσει πληροφόρηση επί του θέματος. Ο αιτητής απέστειλε αλλεπάλληλες επιστολές προς όλους τους αρμόδιους φορείς σχετικά με το θέμα. Το 2014 η Επαρχιακή Διοίκηση Λευκωσίας, όταν επιθεώρησε την πτηνοτροφική μονάδα του Ιδρύματος, διαπίστωσε ότι έχουν ανεγερθεί υποστατικά χωρίς την εξασφάλιση της απαιτούμενης άδειας οικοδομής και ότι θα ληφθούν δικαστικά μέτρα για αυθαίρετη ανέγερση οικοδομών.
Ο αιτητής υπέβαλε, με την επιστολή του ημερομηνίας 2.2.2015, προς τον Υπουργό, τη Διευθύντρια και τον Διευθυντή του Τμήματος Κτηνιατρικών Υπηρεσιών, εκ νέου αίτημα για ανάκληση της άδειας λειτουργίας του Ιδρύματος, καθώς και πληροφόρηση σε σχέση με την καταγγελία ότι, το Ίδρυμα δεν κατείχε άδεια οικοδομής, γεγονός που είχε γνωστοποιηθεί στο καθ’ ου η αίτηση στις 16.10.2014.
Η πλευρά του καθ’ ου η αίτηση ήγειρε ζήτημα ότι, ο αιτητής στερείται άμεσου εννόμου συμφέροντος να εγείρει την παρούσα προσφυγή. Εντούτοις το Δικαστήριο απορρίπτοντας την προδικαστική ένσταση έκρινε ότι ο αιτητής έχει άμεσο έννομο συμφέρον να καταχωρίσει και προωθεί την παρούσα προσφυγή, αφού η προσβαλλόμενη παράλειψη προξενεί, ενδεχομένως, βλάβη τόσο στα συμφέροντα του ίδιου του αιτητή, η προστασία και η επιδίωξη των οποίων περιλαμβάνεται στους σκοπούς του.
Ως προς την ουσία της προσφυγής, για την παρούσα υπόθεση όπως αναφέρεται στην απόφαση αναδύεται το ζήτημα, κατά πόσον το καθ’ ου η αίτηση εξέτασε και απάντησε το αίτημα του αιτητή εντός ευλόγου χρόνου, κάτι που, σε τέτοια περίπτωση, θα αναιρούσε την θέση του αιτητή ότι υφίσταται (εκτελεστή) παράλειψη στην παρούσα περίπτωση. Το Δικαστήριο έκρινε υπό το φως των γεγονότων της παρούσας περίπτωσης ότι όντως, υπήρξε παράλειψη του καθ’ ου η αίτηση, όπως απαντήσει εντός ευλόγου χρόνου στο αίτημα.
Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο καθ’ ου η αίτηση δεν αντέδρασε καθ’ οιονδήποτε τρόπο στο αίτημα του αιτητή ημερομηνίας 2.2.2015, παρά μόνο μετά την παρέλευση σχεδόν δύο μηνών (στις 31.3.2015) και αφού είχε προηγηθεί και η ενημέρωση του ήδη από τις 13.3.2015, για την προσφυγή του αιτητή. Επιπρόσθετα, έκρινε ότι η αντίδραση του, δεν ήταν η απάντηση επί του αιτήματος του αιτητή, αλλά ετεροχρονισμένα, ήτοι εκτός της προθεσμίας των 30 ημερών και κατά παράβαση του άρθρου 35 του Νόμου, η ενημέρωση του στις 31.1.2015 ότι, το θέμα τέθηκε ενώπιον της Νομικής Υπηρεσίας για γνωμάτευση και αυτό, βέβαια, και πάλιν ετεροχρονισμένα και αργοπορημένα, ήτοι μόλις στις 31.3.2015.
Αξίζει να τονιστεί ότι η πλευρά του καθ’ ου η αίτηση δεν έχει αμφισβητήσει ότι μέχρι την ημέρα επιφύλαξης της υπόθεσης, δεν έχει ακόμη απαντήσει επί της ουσίας του αιτήματος του αιτητή, κάτι που δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά ως προς τους εν γένει χειρισμούς και προθέσεις του καθ’ ου η αίτηση σε συνάρτησής με την υποχρέωση για τήρηση των αρχών της χρηστής διοίκησης.
Συνεπώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι στην παρούσα περίπτωση υφίσταται παράλειψη απάντησης στο αίτημα του αιτητή εντός ευλόγου χρόνου, κατά παράβαση των άρθρων 29 του Συντάγματος και 35 του Νόμου, η οποία και ακυρώνεται, σύμφωνα με το άρθρο 146(4)(γ) του Συντάγματος, παν δε, παραληφθέν έδει να είχεν εκτελεστεί και η προσφυγή επιτυγχάνει για τον πιο πάνω λόγο.
Διαβάστε ολόκληρη την απόφαση